Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Πιστευεις στους χωρισμους;


ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ η νύχτα ήταν αποκλειστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το παλιό σπίτι. Ο αναβάτης της ήταν αόρατος. Μπορούσες να τον διακρίνεις μόνο μέσα απ’ τη σκιά της ιστορίας, που χαλασμένη σκορπιζόταν τριγύρω. Οι ώρες είχαν γεμίσει αγάλματα.
Η ίδια κόκκινη λίμνη φωτός. Η ίδια απέναντι θάλασσα. Ένα μεγάλο όμικρον – από το ρήμα ουρλιάζω. Κανένα λούτρινο αρκουδάκι. Κανένας χειμών, βαρύς. Ο καιρός τελείωνε.
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τρέλα – αλλά δεν ήταν. Μόνο ψεύτικα πόδια, ασπρόμαυρα σχέδια, πεθαμένα πλήκτρα. Πάνω στις κολώνες του λαιμού είχαν δημιουργηθεί αετώματα. Σαν τελευταίες εγκοπές από έναν άγνωστο γλύπτη« για να χωρούν την αρρώστια. Όπως ήταν μαζεμένο το ύφασμα της σάρκας, ξεχώριζες καθαρά από κάτω τον τρόμο. Τα γουρλωμένα μάτια έδειχναν μελλοθάνατο.

Μετά σκεπάστηκαν όλα από μια απορία. Τα προηγούμενα γράμματα μουρμούρισαν τέλος. Η στίξη είχε χαθεί. Τίποτε δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με την περούκα του ηθοποιού. Η ερμηνεία, όσο καλή και να είναι, κάποτε τελειώνει.


Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.
Εκείνη είπε: Σημασία έχει να υποδύεσαι.
Εκείνος είπε: Τι κάνεις όταν σβήνεις; Πώς παραμένεις ορατή;
Εκείνη είπε: Είμαι μόνο ένα μάτι. Δεν βλέπει. Δεν βλέπομαι.
Εκείνος είπε: Εγώ σε είδα. Βρήκα ένα ανοιχτό σώμα. Ένα μεθυσμένο μυαλό.
Εκείνη είπε: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.
Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που μυρίζει λάθος σάρκα από λάθος αγγίγματα.
Εκείνη είπε: Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Έχω γεμίσει φονιάδες. Και κατευθύνονται προς το μέρος σου.
Εκείνος είπε: Ας τους. Κατευθύνονται χωρίς λύπη.
Εκείνη είπε: Όταν γεννήθηκα, πέθανα. Έμεινε αυτό το λιγνό σώμα. Που λιγοστεύει.
Εκείνος είπε: Ανέβηκα τις κερκίδες για να χορέψω, αλλά ήταν σπασμένες οι μασχάλες σου.
Εκείνη είπε: Ο ουρανός είναι εναντίον μου. Όλα τα φιλιά είναι σκεπασμένα με στάχτη.
Εκείνος είπε: Η αγκαλιά σου είναι ένα μαραμένο απόγευμα. Ένα κρεμασμένο κουστούμι στο δωμάτιο. Μια αλλαξιά δεμένα χέρια.
Εκείνη είπε: Κοίτα. Κάθομαι στα βράχια. Θα μου κάνεις κακό;
Εκείνος είπε: Είσαι φωτογραφία. Όταν γίνεις ζωή, θα σου φυσήξω μουσική. Να την αντέξεις.



Εκείνη είπε: Πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;
Εκείνος είπε: Πιστεύω στο φως. Και στην αποδεκατισμένη σιωπή.
 
Άρχισαν τότε όλα να επιστρέφουν στο μέρος που γεννήθηκαν. Ο κόσμος ήταν στην αρχή ακατοίκητος, μετά καινούργιος.
Εγκαταστάθηκε σε μια μοναξιά και από εκεί ξεκινούσε. Σαν σημαδούρα επέπλεε για να δείχνει το νέο που έρχεται. 
 
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.





[από το βιβλίο “Πιο νύχτα δεν γίνεται”]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αγόρι μου, στολίδι μου...

Όμορφες "συνήθειές" μας που φέρνω στο μυαλό μου  και χαμογελώ ασυναίσθητα είναι αυτές που μαζί σου έμαθα π...