" I’m almost never serious, and I’m always too serious. Too deep, too shallow. Too sensitive, too cold hearted. I’m like a collection of paradoxes. "
~ Ferdinand von Schrubentaufft
Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
Να χαίρεσαι τον έρωτα. Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου. Να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου. Να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή.
Να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι. Να επιτρέπεις να σε παρηγορούν όταν πονάς. Να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις. Να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου.
Να είσαι φίλη του εαυτού σου. Να μη φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς. Να ξέρεις πως αξίζεις να σ’αγαπάνε. Να μιλάς στους άλλους τρυφερά.
Να αγαπάς και να φροντίζεις το παιδάκι που έχεις μέσα σου. Να μην εξαρτάσαι από την επιδοκιμασία των άλλων. Να μην επωμίζεσαι τις ευθύνες όλων. Να μην κυνηγάς το χειροκρότημα αλλά τη δική σου ικανοποίηση από το γεγονός. Να δίνεις γιατί θέλεις, ποτέ γιατί νομίζεις πως είναι υποχρέωσή σου.
Να δέχεσαι τους περιορισμούς και την αδυναμία σου χωρίς θυμό. Να μην επιβάλλεις τα κριτήριά σου ούτε να επιτρέπεις να σου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους. Να λες το ναι μονάχα όταν το θέλεις και να λες όχι χωρίς ενοχές.
Να ρισκάρεις περισσότερο. Να δέχεσαι την αλλαγή και ν’ αναθεωρείς τις πεποιθήσεις σου. Να προσπαθείς να γιατρέψεις τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές. Να φέρεσαι και να απαιτείς να σου φέρονται με σεβασμό.
Να σχεδιάζεις το μέλλον αλλά να ζεις το παρόν. Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου. Να καλλιεργείς σχέσεις υγιείς όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο. Να κάνεις την κατανόηση και τη συγγνώμη προτεραιότητές σου.
Να δέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι. Να μεγαλώνεις μαθαίνοντας από τις αποτυχίες σου. Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να λύνεται στα γέλια μες στο δρόμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο. -
Να μη φοβάσαι.
Να τρέχεις και να φωνάζεις δυνατά.
Να χαμογελάς χωρίς λόγο.
Να παίρνεις απροσδόκητες αγκαλιές.
Να κάνεις απροσδόκητες αγκαλιές.
Να του ψιθυρίζεις κάτι στο αυτί.
Να παίζεις μαξιλαροπόλεμο.
Να τρως Βig Βubble και να κάνεις φούσκες.
Να πηγαίνεις στην ακρογιαλιά παρέα με ένα βιβλίο.
Να κάνεις πικ νικ κάτω από ένα δέντρο, μέσα στην πόλη.
Να μοιράζεσαι το Κinder Βueno σου.
Να χαρίζεις αγαπημένα σου πράγματα, σε αγαπημένους σου ανθρώπους.
Να κάνεις κάποιον χαρούμενο, μόνο με ένα χαμόγελό σου.
Να βλέπεις 5 ταινίες στη σειρά, τρώγοντας δρακουλίνια και Haribo.
Να σου έρχεται ένα μήνυμα ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόσουν.
Να είναι Άνοιξη.
Να αγαπάς.
Και να σε αγαπούν.
Να νυχτώνει και να μη σου λείπει τίποτα.
Λοιπόν, για να εξηγούμαστε. Μπορείς να με πεις συντηρητική, οπισθοδρομική, ξενέρωτη, ό,τι γουστάρεις. Πλερέζα δε θα κρεμάσω, ούτε θα ιδρώσει κάνα αυτί μου. Μπορείς να με πεις απόλυτη, πεισματάρα, φανατισμένη και άδικο δεν θα έχεις. Μπορείς να κατηγορήσεις το σόι μου και την ανατροφή μου, τη βλαχιά που ενδεχομένως θεωρείς πώς με διέπει, τα άρλεκιν που θα βιαστείς να υποθέσεις πως διαβάζω και ό,τι άλλο κατεβάσει το κεφάλι σου. Ούτε σε αυτό θα με δεις να τσινάω ιδιαιτέρως. Άλλωστε, από μόνη μου λέω ότι έχω γεννηθεί σε λάθος εποχή κι εσύ κάνεις πως δεν με πιστεύεις. Γιατί την εποχή του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», την ξερνάω πριν καν φτάσω στο ψέκασμα. Και αυτό ενοχλεί πολύ και γενικώς.
[...]
Γιατί να ψεκάσω εσένα ή να σε αφήσω να με ψεκάσεις; Μπορείς βέβαια να πεις ότι υποκρίνομαι, αλλά αυτό έχω συνηθίσει να το ακούω, το διασκεδάζω και ξεκαρδίζομαι. Επίσης, αν και αχαΐρευτη όσο δεν πάει, σιχαίνομαι οτιδήποτε fast και τζάμπα.
[...] Από τζάμπα έχουμε πήξει. Τζάμπα μάγκες, τζάμπα αισθήματα, τζάμπα λόγια και πεπραγμένα.
[...]
Χάος, μπέρδεμα και σεξ. Σεξ παντού. Σεξ σαν απόλυτη συνθήκη, σεξ ξελιγωμένο και φτηνιάρικο σαν ξεβαμμένο μαλλί. Σεξ του μπες-βγες και του «ντύσου να φύγουμε, μη χρυσοπληρώσουμε το δωμάτιο». Σεξ «θα τα πούμε» και να μην τα ξαναπούμε δεν τρέχει και μία. Σεξ όλοι μαζί. Και ταυτοχρόνως.
[...]
Ο πληθωρισμός έριξε την αξία και βρήκαν δίοδο οι εναλλακτικές για να τρυπώσουν. Το φυσικό θεωρείται αφύσικο και τετριμμένο. Η μαγεία -γέλα ελεύθερα, δεν παρεξηγώ- έχει εξαφανιστεί. Το κρεβάτι δεν είναι, παρά, ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Ποιος έχει την πιο προχώ ιδέα, ποιος τα καλύτερα sex toys, ποιους τους περισσότερους παρτενέρ, ποιος είναι πιο ανοιχτός στο να πειραματιστεί. Το καυλορόμετρο, είναι εκεί και μετράει. Το συναίσθημα τρομάζει και προκαλεί αμηχανία. Η φράση «κάνω έρωτα» ακούγεται γελοία, ακόμα και αν συμβαίνει ανάμεσα σε ερωτευμένους. Και το ετοιματζίδικο σεξ, λίγο μετά, έχει τη γεύση ξαναζεσταμένης τυρόπιτας.
[...]
Κάτι άλλο όμως που απεχθάνομαι, είναι και η ευκολία. Ίσως επειδή όσοι την προτιμούν, στα μάτια μου φαντάζουν δειλοί. Και τους αντιπαθώ κι αυτούς. Γι’ αυτό σου λέω, βλέπεις πόσο εύκολα χρησιμοποιώ ρήματα τύπου «απεχθάνομαι, μισώ, σιχαίνομαι, αντιπαθώ και αηδιάζω». Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα πω «ναι» στην ανήθικη πρότασή σου; Και αφού η χρονομηχανή για εμάς τους αμετανόητα ρομαντικούς δεν έχει ακόμη εφευρεθεί, τουλάχιστον αφήστε μας να ζούμε στον κόσμο μας. Είμαστε ευτυχισμένοι εκεί, αγκαλιαζόμαστε και βολευόμαστε ωραιότατα σε μονά στρώματα και δεν έχουμε ανάγκη από κρεβάτια king size.
Εκεί γεννήθηκαν.
Σ’ όλα τα «δε θα τα καταφέρεις», που φύτρωσαν στο κεφάλι σου από σκάρτα,
μισά λόγια, απ’αυτά που πάντα πιστεύεις, παρά την κακία που
αναγνωρίζεις μέσα τους.
Σ’ όλες τις φορές που ξέχασες για λίγο ποιος είσαι.
Δακρυσμένος, λειψός, τύφλα από ξίδια κακής ποιότητας, ανήμπορος να
ξεχωρίσεις τη φαντασία από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.
Σ’ όλα τ’ απογεύματα που έτρεξες ν’ ανοίξεις το φως, πριν προλάβει να
τρυπώσει το σκοτάδι στο δωμάτιο, πριν προλάβουν οι ανοιχτές πόρτες να
κλείσουν.
Σ’ όλες τις φορές που κοίταξες κάτω απ’το κρεβάτι σου να βρεις το τέρας,
μα τελικά δεν κατάφερες να το προλάβεις. Τότε που κοιμήθηκες με την
τηλεόραση ανοιχτή, να μη σου τρυπάει η ησυχία τ’αυτιά.
Σ’ όλα τα «δεν μπορώ» που έγιναν χαμένες μέρες. Κι οι μέρες, χρόνια, ζωή
ολόκληρη που δε θυμάσαι πως πέρασε κι αν τελικά σου ‘δωσε κάτι να
θυμάσαι.
Εκεί γεννήθηκαν όλοι σου οι φόβοι.
Μετά μεγάλωσαν, θήλασαν από την ανασφάλεια σου, θέριεψαν και πήραν
μορφή, πιο ισχυρή απ’ τη δική σου.
Ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης το θυμάσαι;
Να γράφεις ποίηση για τους απεγνωσμένους, να είσαι αναρχικός και να
γυρίσεις τον κόσμο μ’ ένα σάκο και μια φωτογραφική μηχανή.
Να πηγαίνεις αντίθετα, να φωνάζεις γι’ αυτά που πιστεύεις, να
προσπαθήσεις για την παγκόσμια ειρήνη κι ας σε λέγανε τρελό ή
φαντασμένο.
Δεν πατούσες γη, ο στόχος ήτανε τ’αστέρια.
Ήθελες δυάρι κι αγκαλιά, μεθυσμένο σεξ σε γωνίες, ήθελες έρωτα βίαιο και
ζωή στο ρίσκο.
Αντί γι’ αυτό, λιώνεις σ’ ένα αδιάφορο μεταλλικό γραφείο απ’τα ΙΚΕΑ,
έχεις μια δουλίτσα, μια σχεσούλα, ένα σπιτάκι, είσαι βουτηγμένος στην
αδράνεια και τη δηθενιά.
Κι εγώ ήθελα να ‘μαι ελεύθερη, μα πνίγηκα σε μισοτελειωμένες ιστορίες,
σ’ ανθρώπους που δεν ήξεραν τί ήθελαν και μου φόρτωσαν την δική τους
δειλία.
Αφήσαμε τους φόβους μας να μας καταπιούν.
Έγιναν απωθημένα που έβρεχαν κάθε βράδυ μαξιλάρια, άδειαζαν πακέτα και
μπουκάλια.
Έκαναν το προσδόκιμο μια φτηνή επιβίωση.
Έγινε το «φοβάμαι» τρόπος ζωής και τα μισά πράγματα, συνήθεια.
Αυτό το γαμημένο «δε θα είμαι αρκετός», που χτυπούσε σαν στριγκλιά στα
μέσα μας το συνηθίσαμε τόσο, που έγινε τελικά στ’ αυτιά μας ένα
τραγούδι.
Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διεκδικεί. Θέλει να πηγαίνει με τη
μάζα, να δηλώνει γιατρός στο ΙΚΑ και όχι χωρίς σύνορα.
Θέλει γάμο και παιδιά που τα εγκρίνει η μαμά και η εκκλησία, δάνειο με
χαμηλό επιτόκιο και διακοπές στη Μύκονο ή τη Χαλκιδική.
Κι αν δεν τα θέλει, θα τα θελήσει με το στανιό.
Γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρη η επιτυχία. Με συνταγή παλιά,
χιλιοφορεμένη.
Ο φόβος εκεί, φρουρός και φίλος, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα το βράδυ,
κλείνει τα παράθυρα κι αφήνει απ’ έξω το φως.
Φτιάχνει μεθοδικά μια ζωή με ιδέες άλλων, με ηθική και αρχές που δε
θέλησες ποτέ να υιοθετήσεις, μα τις δέχτηκες ως κοινωνικά απομεινάρια.
Σκουπίδια μιας σούπας που κατάφερε το σύστημα να μας περάσει ως νόμους
κι εμείς τα φοβηθήκαμε τόσο που τ’ αγαπήσαμε για να μη μας βλάψουν.
Μα τελικά αυτό που φοβάσαι περισσότερο, είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα που
θα σου χαρίσει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Χωρίς «γιατί» και «ίσως», που ακόμα και οι μεγαλύτερες ηλιθιότητες θα
έχουν άλλη γεύση, ήπια και οικεία, γιατί θα ‘χουν προκύψει από σένα.
Θα είναι κομμάτι σου και θα τις αγαπάς, μαζί με όλα σου τα λάθη που σου
έδειξαν μια μέρα το δρόμο προς την Ιθάκη σου.
Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί φόβοι, μου ‘χαν πει κάποτε, φαντάζουν τόσο
μικροί στο φως της μέρας.
Στείλε εκείνο το γαμημένο το μήνυμα κι ας μην απαντήσει ποτέ.
Παράτα τη Νομική και γράψου στην Καλών τεχνών, σπούδασε φιλοσοφία κι ας
μην ξέρεις τι θα κάνεις όταν τελειώσεις.
Πες «σ’αγαπώ» και ξαναπές το γιατί δεν υπάρχει ψυχή που δε θέλει να το
ακούει.
Μετά βρίσε, βρίσε πολύ, στείλε στο διάολο αυτούς που δε σου αξίζουν.
Φύγε απ’ότι σε σαπίζει κι ας τρέμεις το μετά.
Να θυμάσαι. Ο δρόμος που είναι πραγματικά δικός σου, είναι αυτός που σε
φοβίζει περισσότερο.
Κι αν το ξεχνάω εγώ καμιά φορά, έλα να μου το ψιθυρίσεις.
Σ’ όλα τα «δε θα τα καταφέρεις», που φύτρωσαν στο κεφάλι σου από σκάρτα, μισά λόγια, απ’αυτά που πάντα πιστεύεις, παρά την κακία που αναγνωρίζεις μέσα τους.
Σ’ όλες τις φορές που ξέχασες για λίγο ποιος είσαι.
Δακρυσμένος, λειψός, τύφλα από ξίδια κακής ποιότητας, ανήμπορος να ξεχωρίσεις τη φαντασία από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.
Σ’ όλα τ’ απογεύματα που έτρεξες ν’ ανοίξεις το φως, πριν προλάβει να τρυπώσει το σκοτάδι στο δωμάτιο, πριν προλάβουν οι ανοιχτές πόρτες να κλείσουν.
Σ’ όλες τις φορές που κοίταξες κάτω απ’το κρεβάτι σου να βρεις το τέρας, μα τελικά δεν κατάφερες να το προλάβεις.
Τότε που κοιμήθηκες με την τηλεόραση ανοιχτή, να μη σου τρυπάει η ησυχία τ’αυτιά.
Σ’ όλα τα «δεν μπορώ» που έγιναν χαμένες μέρες. Κι οι μέρες, χρόνια, ζωή ολόκληρη που δε θυμάσαι πως πέρασε κι αν τελικά σου ‘δωσε κάτι να θυμάσαι.
Εκεί γεννήθηκαν όλοι σου οι φόβοι.
Μετά μεγάλωσαν, θήλασαν από την ανασφάλεια σου, θέριεψαν και πήραν μορφή, πιο ισχυρή απ’ τη δική σου.
Ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης το θυμάσαι;
Να γράφεις ποίηση για τους απεγνωσμένους, να είσαι αναρχικός και να γυρίσεις τον κόσμο μ’ ένα σάκο και μια φωτογραφική μηχανή.
Να πηγαίνεις αντίθετα, να φωνάζεις γι’ αυτά που πιστεύεις, να προσπαθήσεις για την παγκόσμια ειρήνη κι ας σε λέγανε τρελό ή φαντασμένο. Δεν πατούσες γη, ο στόχος ήτανε τ’αστέρια.
Ήθελες δυάρι κι αγκαλιά, μεθυσμένο σεξ σε γωνίες, ήθελες έρωτα βίαιο και ζωή στο ρίσκο.
Αντί γι’ αυτό, λιώνεις σ’ ένα αδιάφορο μεταλλικό γραφείο απ’τα ΙΚΕΑ, έχεις μια δουλίτσα, μια σχεσούλα, ένα σπιτάκι, είσαι βουτηγμένος στην αδράνεια και τη δηθενιά.
Κι εγώ ήθελα να ‘μαι ελεύθερη, μα πνίγηκα σε μισοτελειωμένες ιστορίες, σ’ ανθρώπους που δεν ήξεραν τί ήθελαν και μου φόρτωσαν την δική τους δειλία.
Αφήσαμε τους φόβους μας να μας καταπιούν.
Έγιναν απωθημένα που έβρεχαν κάθε βράδυ μαξιλάρια, άδειαζαν πακέτα και μπουκάλια.
Έκαναν το προσδόκιμο μια φτηνή επιβίωση. Έγινε το «φοβάμαι» τρόπος ζωής και τα μισά πράγματα, συνήθεια.
Αυτό το γαμημένο «δε θα είμαι αρκετός», που χτυπούσε σαν στριγκλιά στα μέσα μας το συνηθίσαμε τόσο, που έγινε τελικά στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι. Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διεκδικεί.
Θέλει να πηγαίνει με τη μάζα, να δηλώνει γιατρός στο ΙΚΑ και όχι χωρίς σύνορα. Θέλει γάμο και παιδιά που τα εγκρίνει η μαμά και η εκκλησία, δάνειο με χαμηλό επιτόκιο και διακοπές στη Μύκονο ή τη Χαλκιδική.
Κι αν δεν τα θέλει, θα τα θελήσει με το στανιό.
Γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρη η επιτυχία. Με συνταγή παλιά, χιλιοφορεμένη.
Ο φόβος εκεί, φρουρός και φίλος, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα το βράδυ, κλείνει τα παράθυρα κι αφήνει απ’ έξω το φως.
Φτιάχνει μεθοδικά μια ζωή με ιδέες άλλων, με ηθική και αρχές που δε θέλησες ποτέ να υιοθετήσεις, μα τις δέχτηκες ως κοινωνικά απομεινάρια. Σκουπίδια μιας σούπας που κατάφερε το σύστημα να μας περάσει ως νόμους κι εμείς τα φοβηθήκαμε τόσο που τ’ αγαπήσαμε για να μη μας βλάψουν. Μα τελικά αυτό που φοβάσαι περισσότερο, είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα που θα σου χαρίσει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Χωρίς «γιατί» και «ίσως», που ακόμα και οι μεγαλύτερες ηλιθιότητες θα έχουν άλλη γεύση, ήπια και οικεία, γιατί θα ‘χουν προκύψει από σένα.
Θα είναι κομμάτι σου και θα τις αγαπάς, μαζί με όλα σου τα λάθη που σου έδειξαν μια μέρα το δρόμο προς την Ιθάκη σου.
Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί φόβοι, μου ‘χαν πει κάποτε, φαντάζουν τόσο μικροί στο φως της μέρας.
Στείλε εκείνο το γαμημένο το μήνυμα κι ας μην απαντήσει ποτέ.
Παράτα τη Νομική και γράψου στην Καλών τεχνών, σπούδασε φιλοσοφία κι ας μην ξέρεις τι θα κάνεις όταν τελειώσεις.
Πες «σ’αγαπώ» και ξαναπές το γιατί δεν υπάρχει ψυχή που δε θέλει να το ακούει.
Μετά βρίσε, βρίσε πολύ, στείλε στο διάολο αυτούς που δε σου αξίζουν.
Φύγε απ’ότι σε σαπίζει κι ας τρέμεις το μετά.
Να θυμάσαι.
Ο δρόμος που είναι πραγματικά δικός σου, είναι αυτός που σε φοβίζει περισσότερο.
Κι αν το ξεχνάω εγώ καμιά φορά, έλα να μου το ψιθυρίσεις.
Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό;
Ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι;
Ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω;
Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι;
Σε ποιο όνειρο σε ξύπνησαν βρεμένο, λειψό;
Ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούρια σου ζάλη;
Ποιος έρωτας σε σπρώχνει ποιο μακριά από δω;
Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι;