Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Να χαίρεσαι τον έρωτα.
Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου.
Να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου.
Να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή.




Να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι.
Να επιτρέπεις να σε παρηγορούν όταν πονάς.

Να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις.

Να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου.






Να είσαι φίλη του εαυτού σου.
Να μη φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς.
Να ξέρεις πως αξίζεις να σ’αγαπάνε.
Να μιλάς στους άλλους τρυφερά.



Να αγαπάς και να φροντίζεις το παιδάκι που έχεις μέσα σου.
Να μην εξαρτάσαι από την επιδοκιμασία των άλλων.
Να μην επωμίζεσαι τις ευθύνες όλων.
Να μην κυνηγάς το χειροκρότημα αλλά τη δική σου ικανοποίηση από το γεγονός.
Να δίνεις γιατί θέλεις, ποτέ γιατί νομίζεις πως είναι υποχρέωσή σου.





Να δέχεσαι τους περιορισμούς και την αδυναμία σου χωρίς θυμό.
Να μην επιβάλλεις τα κριτήριά σου ούτε να επιτρέπεις να σου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους.
Να λες το ναι μονάχα όταν το θέλεις και να λες όχι χωρίς ενοχές
.







Να ρισκάρεις περισσότερο.
Να δέχεσαι την αλλαγή και ν’ αναθεωρείς τις πεποιθήσεις σου.
Να προσπαθείς να γιατρέψεις τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές.
Να φέρεσαι και να απαιτείς να σου φέρονται με σεβασμό.




Να σχεδιάζεις το μέλλον αλλά να ζεις το παρόν.
Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου.
Να καλλιεργείς σχέσεις υγιείς όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο.
Να κάνεις την κατανόηση και τη συγγνώμη προτεραιότητές σου
.







Να δέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι.
Να μεγαλώνεις μαθαίνοντας από τις αποτυχίες σου.
Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να λύνεται στα γέλια μες στο δρόμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο.


-

Χόρχε Μπουκάι, "Γράμμα στην κόρη μου"

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Θολές Ιστορίες: Ευτυχία είναι.

Θολές Ιστορίες: Ευτυχία είναι.





Να βλέπεις τον ήλιο στα μάτια.
Να μη φοβάσαι.
Να τρέχεις και να φωνάζεις δυνατά.
Να χαμογελάς χωρίς λόγο.
Να παίρνεις απροσδόκητες αγκαλιές.
Να κάνεις απροσδόκητες αγκαλιές.
Να του ψιθυρίζεις κάτι στο αυτί.
Να παίζεις μαξιλαροπόλεμο.
Να τρως Βig Βubble και να κάνεις φούσκες.
Να πηγαίνεις στην ακρογιαλιά παρέα με ένα βιβλίο.
Να κάνεις πικ νικ κάτω από ένα δέντρο, μέσα στην πόλη.
Να μοιράζεσαι το Κinder Βueno σου.
Να χαρίζεις αγαπημένα σου πράγματα, σε αγαπημένους σου ανθρώπους.
Να κάνεις κάποιον χαρούμενο, μόνο με ένα χαμόγελό σου.
Να βλέπεις 5 ταινίες στη σειρά, τρώγοντας δρακουλίνια και Haribo.
Να σου έρχεται ένα μήνυμα ακριβώς τη στιγμή που το χρειαζόσουν.
Να είναι Άνοιξη.
Να αγαπάς.
Και να σε αγαπούν.
Να νυχτώνει και να μη σου λείπει τίποτα.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Το μεγάλο κρεβάτι του σεξ..

«ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»


Λοιπόν, για να εξηγούμαστε. Μπορείς να με πεις συντηρητική, οπισθοδρομική, ξενέρωτη, ό,τι γουστάρεις.
Πλερέζα δε θα κρεμάσω, ούτε θα ιδρώσει κάνα αυτί μου.
Μπορείς να με πεις απόλυτη, πεισματάρα, φανατισμένη και άδικο δεν θα έχεις.
Μπορείς να κατηγορήσεις το σόι μου και την ανατροφή μου, τη βλαχιά που ενδεχομένως θεωρείς πώς με διέπει, τα άρλεκιν που θα βιαστείς να υποθέσεις πως διαβάζω και ό,τι άλλο κατεβάσει το κεφάλι σου.
Ούτε σε αυτό θα με δεις να τσινάω ιδιαιτέρως.
Άλλωστε, από μόνη μου λέω ότι έχω γεννηθεί σε λάθος εποχή κι εσύ κάνεις πως δεν με πιστεύεις. Γιατί την εποχή του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», την ξερνάω πριν καν φτάσω στο ψέκασμα. Και αυτό ενοχλεί πολύ και γενικώς.

[...]

Γιατί να ψεκάσω εσένα ή να σε αφήσω να με ψεκάσεις;
Μπορείς βέβαια να πεις ότι υποκρίνομαι, αλλά αυτό έχω συνηθίσει να το ακούω, το διασκεδάζω και ξεκαρδίζομαι.
Επίσης, αν και αχαΐρευτη όσο δεν πάει, σιχαίνομαι οτιδήποτε fast και τζάμπα.

[...]

Από τζάμπα έχουμε πήξει. Τζάμπα μάγκες, τζάμπα αισθήματα, τζάμπα λόγια και πεπραγμένα.


[...]

Χάος, μπέρδεμα και σεξ.
Σεξ παντού.
Σεξ σαν απόλυτη συνθήκη, σεξ ξελιγωμένο και φτηνιάρικο σαν ξεβαμμένο μαλλί.
Σεξ του μπες-βγες και του «ντύσου να φύγουμε, μη χρυσοπληρώσουμε το δωμάτιο».
Σεξ «θα τα πούμε» και να μην τα ξαναπούμε δεν τρέχει και μία.
Σεξ όλοι μαζί. Και ταυτοχρόνως.

[...]

Ο πληθωρισμός έριξε την αξία και βρήκαν δίοδο οι εναλλακτικές για να τρυπώσουν.
Το φυσικό θεωρείται αφύσικο και τετριμμένο.
Η μαγεία -γέλα ελεύθερα, δεν παρεξηγώ- έχει εξαφανιστεί.
Το κρεβάτι δεν είναι, παρά, ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Ποιος έχει την πιο προχώ ιδέα, ποιος τα καλύτερα sex toys, ποιους τους περισσότερους παρτενέρ, ποιος είναι πιο ανοιχτός στο να πειραματιστεί.
Το καυλορόμετρο, είναι εκεί και μετράει.
Το συναίσθημα τρομάζει και προκαλεί αμηχανία.
Η φράση «κάνω έρωτα» ακούγεται γελοία, ακόμα και αν συμβαίνει ανάμεσα σε ερωτευμένους.
Και το ετοιματζίδικο σεξ, λίγο μετά, έχει τη γεύση ξαναζεσταμένης τυρόπιτας.

[...]

Κάτι άλλο όμως που απεχθάνομαι, είναι και η ευκολία.
Ίσως επειδή όσοι την προτιμούν, στα μάτια μου φαντάζουν δειλοί.
Και τους αντιπαθώ κι αυτούς.
Γι’ αυτό σου λέω, βλέπεις πόσο εύκολα χρησιμοποιώ ρήματα τύπου «απεχθάνομαι, μισώ, σιχαίνομαι, αντιπαθώ και αηδιάζω».
Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα πω «ναι» στην ανήθικη πρότασή σου;
Και αφού η χρονομηχανή για εμάς τους αμετανόητα ρομαντικούς δεν έχει ακόμη εφευρεθεί, τουλάχιστον αφήστε μας να ζούμε στον κόσμο μας.
Είμαστε ευτυχισμένοι εκεί, αγκαλιαζόμαστε και βολευόμαστε ωραιότατα σε μονά στρώματα και δεν έχουμε ανάγκη από κρεβάτια king size.
«ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»

Πηγή: http://www.pillowfights.gr/editorial/item843/Το_μεγάλο_κρεβάτι_του_σεξ
Copyright © pillowfights.gr


Πηγή:
http://www.pillowfights.gr/editorial/item843/Το_μεγάλο_κρεβάτι_του_σεξ
Copyright © pillowfights.gr

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι..

Πες μου ποιον φόβο αγάπησες πάλι..


Εκεί γεννήθηκαν. Σ’ όλα τα «δε θα τα καταφέρεις», που φύτρωσαν στο κεφάλι σου από σκάρτα, μισά λόγια, απ’αυτά που πάντα πιστεύεις, παρά την κακία που αναγνωρίζεις μέσα τους. Σ’ όλες τις φορές που ξέχασες για λίγο ποιος είσαι. Δακρυσμένος, λειψός, τύφλα από ξίδια κακής ποιότητας, ανήμπορος να ξεχωρίσεις τη φαντασία από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα. Σ’ όλα τ’ απογεύματα που έτρεξες ν’ ανοίξεις το φως, πριν προλάβει να τρυπώσει το σκοτάδι στο δωμάτιο, πριν προλάβουν οι ανοιχτές πόρτες να κλείσουν. Σ’ όλες τις φορές που κοίταξες κάτω απ’το κρεβάτι σου να βρεις το τέρας, μα τελικά δεν κατάφερες να το προλάβεις. Τότε που κοιμήθηκες με την τηλεόραση ανοιχτή, να μη σου τρυπάει η ησυχία τ’αυτιά. Σ’ όλα τα «δεν μπορώ» που έγιναν χαμένες μέρες. Κι οι μέρες, χρόνια, ζωή ολόκληρη που δε θυμάσαι πως πέρασε κι αν τελικά σου ‘δωσε κάτι να θυμάσαι. Εκεί γεννήθηκαν όλοι σου οι φόβοι. Μετά μεγάλωσαν, θήλασαν από την ανασφάλεια σου, θέριεψαν και πήραν μορφή, πιο ισχυρή απ’ τη δική σου. Ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης το θυμάσαι; Να γράφεις ποίηση για τους απεγνωσμένους, να είσαι αναρχικός και να γυρίσεις τον κόσμο μ’ ένα σάκο και μια φωτογραφική μηχανή. Να πηγαίνεις αντίθετα, να φωνάζεις γι’ αυτά που πιστεύεις, να προσπαθήσεις για την παγκόσμια ειρήνη κι ας σε λέγανε τρελό ή φαντασμένο. Δεν πατούσες γη, ο στόχος ήτανε τ’αστέρια. Ήθελες δυάρι κι αγκαλιά, μεθυσμένο σεξ σε γωνίες, ήθελες έρωτα βίαιο και ζωή στο ρίσκο. Αντί γι’ αυτό, λιώνεις σ’ ένα αδιάφορο μεταλλικό γραφείο απ’τα ΙΚΕΑ, έχεις μια δουλίτσα, μια σχεσούλα, ένα σπιτάκι, είσαι βουτηγμένος στην αδράνεια και τη δηθενιά. Κι εγώ ήθελα να ‘μαι ελεύθερη, μα πνίγηκα σε μισοτελειωμένες ιστορίες, σ’ ανθρώπους που δεν ήξεραν τί ήθελαν και μου φόρτωσαν την δική τους δειλία. Αφήσαμε τους φόβους μας να μας καταπιούν. Έγιναν απωθημένα που έβρεχαν κάθε βράδυ μαξιλάρια, άδειαζαν πακέτα και μπουκάλια. Έκαναν το προσδόκιμο μια φτηνή επιβίωση. Έγινε το «φοβάμαι» τρόπος ζωής και τα μισά πράγματα, συνήθεια. Αυτό το γαμημένο «δε θα είμαι αρκετός», που χτυπούσε σαν στριγκλιά στα μέσα μας το συνηθίσαμε τόσο, που έγινε τελικά στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι. Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διεκδικεί. Θέλει να πηγαίνει με τη μάζα, να δηλώνει γιατρός στο ΙΚΑ και όχι χωρίς σύνορα. Θέλει γάμο και παιδιά που τα εγκρίνει η μαμά και η εκκλησία, δάνειο με χαμηλό επιτόκιο και διακοπές στη Μύκονο ή τη Χαλκιδική. Κι αν δεν τα θέλει, θα τα θελήσει με το στανιό. Γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρη η επιτυχία. Με συνταγή παλιά, χιλιοφορεμένη. Ο φόβος εκεί, φρουρός και φίλος, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα το βράδυ, κλείνει τα παράθυρα κι αφήνει απ’ έξω το φως. Φτιάχνει μεθοδικά μια ζωή με ιδέες άλλων, με ηθική και αρχές που δε θέλησες ποτέ να υιοθετήσεις, μα τις δέχτηκες ως κοινωνικά απομεινάρια. Σκουπίδια μιας σούπας που κατάφερε το σύστημα να μας περάσει ως νόμους κι εμείς τα φοβηθήκαμε τόσο που τ’ αγαπήσαμε για να μη μας βλάψουν. Μα τελικά αυτό που φοβάσαι περισσότερο, είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα που θα σου χαρίσει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Χωρίς «γιατί» και «ίσως», που ακόμα και οι μεγαλύτερες ηλιθιότητες θα έχουν άλλη γεύση, ήπια και οικεία, γιατί θα ‘χουν προκύψει από σένα. Θα είναι κομμάτι σου και θα τις αγαπάς, μαζί με όλα σου τα λάθη που σου έδειξαν μια μέρα το δρόμο προς την Ιθάκη σου. Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί φόβοι, μου ‘χαν πει κάποτε, φαντάζουν τόσο μικροί στο φως της μέρας. Στείλε εκείνο το γαμημένο το μήνυμα κι ας μην απαντήσει ποτέ. Παράτα τη Νομική και γράψου στην Καλών τεχνών, σπούδασε φιλοσοφία κι ας μην ξέρεις τι θα κάνεις όταν τελειώσεις. Πες «σ’αγαπώ» και ξαναπές το γιατί δεν υπάρχει ψυχή που δε θέλει να το ακούει. Μετά βρίσε, βρίσε πολύ, στείλε στο διάολο αυτούς που δε σου αξίζουν. Φύγε απ’ότι σε σαπίζει κι ας τρέμεις το μετά. Να θυμάσαι. Ο δρόμος που είναι πραγματικά δικός σου, είναι αυτός που σε φοβίζει περισσότερο. Κι αν το ξεχνάω εγώ καμιά φορά, έλα να μου το ψιθυρίσεις.

Πηγή: http://www.pillowfights.gr/gialinos_kosmos/item760/Πες_μου_ποιο_φόβο_αγάπησες_πάλι
Copyright © pillowfights.gr
Εκεί γεννήθηκαν.

Σ’ όλα τα «δε θα τα καταφέρεις», που φύτρωσαν στο κεφάλι σου από σκάρτα, μισά λόγια, απ’αυτά που πάντα πιστεύεις, παρά την κακία που αναγνωρίζεις μέσα τους.

Σ’ όλες τις φορές που ξέχασες για λίγο ποιος είσαι.

Δακρυσμένος, λειψός, τύφλα από ξίδια κακής ποιότητας, ανήμπορος να ξεχωρίσεις τη φαντασία από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα.

Σ’ όλα τ’ απογεύματα που έτρεξες ν’ ανοίξεις το φως, πριν προλάβει να τρυπώσει το σκοτάδι στο δωμάτιο, πριν προλάβουν οι ανοιχτές πόρτες να κλείσουν.

Σ’ όλες τις φορές που κοίταξες κάτω απ’το κρεβάτι σου να βρεις το τέρας, μα τελικά δεν κατάφερες να το προλάβεις.

Τότε που κοιμήθηκες με την τηλεόραση ανοιχτή, να μη σου τρυπάει η ησυχία τ’αυτιά.

Σ’ όλα τα «δεν μπορώ» που έγιναν χαμένες μέρες. Κι οι μέρες, χρόνια, ζωή ολόκληρη που δε θυμάσαι πως πέρασε κι αν τελικά σου ‘δωσε κάτι να θυμάσαι.

Εκεί γεννήθηκαν όλοι σου οι φόβοι.

Μετά μεγάλωσαν, θήλασαν από την ανασφάλεια σου, θέριεψαν και πήραν μορφή, πιο ισχυρή απ’ τη δική σου.

Ήθελες να γίνεις καλλιτέχνης το θυμάσαι;

Να γράφεις ποίηση για τους απεγνωσμένους, να είσαι αναρχικός και να γυρίσεις τον κόσμο μ’ ένα σάκο και μια φωτογραφική μηχανή.

Να πηγαίνεις αντίθετα, να φωνάζεις γι’ αυτά που πιστεύεις, να προσπαθήσεις για την παγκόσμια ειρήνη κι ας σε λέγανε τρελό ή φαντασμένο. Δεν πατούσες γη, ο στόχος ήτανε τ’αστέρια.

Ήθελες δυάρι κι αγκαλιά, μεθυσμένο σεξ σε γωνίες, ήθελες έρωτα βίαιο και ζωή στο ρίσκο.

Αντί γι’ αυτό, λιώνεις σ’ ένα αδιάφορο μεταλλικό γραφείο απ’τα ΙΚΕΑ, έχεις μια δουλίτσα, μια σχεσούλα, ένα σπιτάκι, είσαι βουτηγμένος στην αδράνεια και τη δηθενιά.

Κι εγώ ήθελα να ‘μαι ελεύθερη, μα πνίγηκα σε μισοτελειωμένες ιστορίες, σ’ ανθρώπους που δεν ήξεραν τί ήθελαν και μου φόρτωσαν την δική τους δειλία.

Αφήσαμε τους φόβους μας να μας καταπιούν.

Έγιναν απωθημένα που έβρεχαν κάθε βράδυ μαξιλάρια, άδειαζαν πακέτα και μπουκάλια.

Έκαναν το προσδόκιμο μια φτηνή επιβίωση.

Έγινε το «φοβάμαι» τρόπος ζωής και τα μισά πράγματα, συνήθεια.


Αυτό το γαμημένο «δε θα είμαι αρκετός», που χτυπούσε σαν στριγκλιά στα μέσα μας το συνηθίσαμε τόσο, που έγινε τελικά στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι.

Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διεκδικεί.


Θέλει να πηγαίνει με τη μάζα, να δηλώνει γιατρός στο ΙΚΑ και όχι χωρίς σύνορα. Θέλει γάμο και παιδιά που τα εγκρίνει η μαμά και η εκκλησία, δάνειο με χαμηλό επιτόκιο και διακοπές στη Μύκονο ή τη Χαλκιδική.

Κι αν δεν τα θέλει, θα τα θελήσει με το στανιό.

Γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρη η επιτυχία. Με συνταγή παλιά, χιλιοφορεμένη.

Ο φόβος εκεί, φρουρός και φίλος, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα το βράδυ, κλείνει τα παράθυρα κι αφήνει απ’ έξω το φως.

Φτιάχνει μεθοδικά μια ζωή με ιδέες άλλων, με ηθική και αρχές που δε θέλησες ποτέ να υιοθετήσεις, μα τις δέχτηκες ως κοινωνικά απομεινάρια. Σκουπίδια μιας σούπας που κατάφερε το σύστημα να μας περάσει ως νόμους κι εμείς τα φοβηθήκαμε τόσο που τ’ αγαπήσαμε για να μη μας βλάψουν.

Μα τελικά αυτό που φοβάσαι περισσότερο, είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα που θα σου χαρίσει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.


Χωρίς «γιατί» και «ίσως», που ακόμα και οι μεγαλύτερες ηλιθιότητες θα έχουν άλλη γεύση, ήπια και οικεία, γιατί θα ‘χουν προκύψει από σένα.

Θα είναι κομμάτι σου και θα τις αγαπάς, μαζί με όλα σου τα λάθη που σου έδειξαν μια μέρα το δρόμο προς την Ιθάκη σου.

Ακόμα και οι πιο σκοτεινοί φόβοι, μου ‘χαν πει κάποτε, φαντάζουν τόσο μικροί στο φως της μέρας.

Στείλε εκείνο το γαμημένο το μήνυμα κι ας μην απαντήσει ποτέ.

Παράτα τη Νομική και γράψου στην Καλών τεχνών, σπούδασε φιλοσοφία κι ας μην ξέρεις τι θα κάνεις όταν τελειώσεις.

Πες «σ’αγαπώ» και ξαναπές το γιατί δεν υπάρχει ψυχή που δε θέλει να το ακούει.

Μετά βρίσε, βρίσε πολύ, στείλε στο διάολο αυτούς που δε σου αξίζουν.

Φύγε απ’ότι σε σαπίζει κι ας τρέμεις το μετά.

Να θυμάσαι.

Ο δρόμος που είναι πραγματικά δικός σου, είναι αυτός που σε φοβίζει περισσότερο.

Κι αν το ξεχνάω εγώ καμιά φορά, έλα να μου το ψιθυρίσεις.



Γυάλινος Κόσμος - Γιοβάννα Κοντονικολάου / Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Πηγή: http://www.pillowfights.gr/gialinos_kosmos/item760/Πες_μου_ποιο_φόβο_αγάπησες_πάλι
Copyright © pillowfights.gr



Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό;
Ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι;
Ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω;
Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι;

Σε ποιο όνειρο σε ξύπνησαν βρεμένο, λειψό;
Ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούρια σου ζάλη;
Ποιος έρωτας σε σπρώχνει ποιο μακριά από δω;
Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι;

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Κάθε φορά που θα 'ρθεις βρέχει..

Μα σ’ αγαπώ βρέχει δεν βρέχει.


[Γράφει η Στεφανία Δημητρίου]


Βρέχει. Και εγώ τη σιχαίνομαι τη βροχή.

Δεν ταιριάζει με τα τακούνια που φοράω, ούτε με την πένσιλ φούστα μου.

Δεν μπορώ να αποφύγω τις λακκούβες με τα λιμνασμένα νερά, ούτε μπορώ να καθαρίζω συνεχώς τις λερωμένες από σταγόνες λάσπης γάμπες μου.

Έχω και ένα θέμα με τις ομπρέλες. Τις μισές τις χάνω, τις άλλες μισές τις χαλάω. Δεύτερη χρονιά ίδια ομπρέλα δεν είχα ποτέ. Αναλώσιμο είδος για μένα.

Το βράδυ που σε γνώρισα δεν έβρεχε. Ούτε το πρωινό που συναντηθήκαμε. Είχαν έρθει οι αλκυονίδες νωρίτερα και είχε έναν ήλιο που έδειχνε «ανοιξιάτικος» από μακριά.

Έτσι σε ερωτεύτηκα. Με τον ήλιο. Με τη ζέστη.

Δίπλα σε μια θάλασσα που φώναζε μέσα από τα κύματα ότι ήταν δικιά μας.

Η βροχή μπήκε στη ζωή μας παράδοξα.

Μπήκε μέσα από φωτογραφίες σου, που προσπαθούσες να την αποφύγεις, από λασπωμένα χώματα που πάταγαν τα πόδια σου, από αδιάβροχα που δεν μπορούσαν να σε προστατέψουν και από τα λόγια σου τα ίδια που κάθε γράμμα τέλειωνε με μια σταγόνα βροχής.

Μιας βροχής που ήταν για μένα. Χαρισμένης. Δοσμένης με τον καλύτερο τρόπο.

Αφιερωμένες σταγόνες σαν τραγούδι που θα έμενε στην ιστορία. Και ας χάνονταν οι στίχοι κάθε σταγόνας που δεν με ακουμπούσε.

Εγώ ένιωθα ότι όλες πέφτανε πάνω μου.

Ποτίζανε το δέρμα μου και στέγνωναν πάνω στο κορμί μου.

Δε με ένοιαζε πια η υγρασία.

Δε με πείραζαν τα λερωμένα μου ρούχα. Πέταξα τα παπούτσια και περπατούσα πάνω στο υγρό έδαφος, παρακαλώντας να πάρω πάνω μου και αυτές που δεν πρόλαβαν να βρουν τον στόχο.

Μετά, μπήκε στη ζωή μας παράλογα. Και μεταμορφώθηκε σε χαλάζι.

Από λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν.

Από καταστάσεις που δεν έπρεπε να ζήσουμε.

Από αγωνίες που δεν έπρεπε να περνάμε.

Και ήρθε το χαλάζι και άνοιξε τρύπες στις ψυχές μας. Και εμείς πήραμε στα χέρια μας βελόνες και κλωστές και προσπαθούσαμε κάθε μέρα να μπαλώσουμε τις τρύπες. Μια κλείναμε, δύο ανοίγανε.

Κρατάγαμε μαζί τα σύνεργα και γίναμε εργάτες ραπτικής στα γεράματα, από τρύπες που μας άνοιγαν άλλοι.

Και εκείνες τις νύχτες, που ρίχναμε τους εαυτούς μας έρμαια στις επιθυμίες μας, λιώναμε το χαλάζι στις ψυχές μας και ξαναγινόταν βροχή.

Μετά, μπήκε στη ζωή μας παράφορα. Μέσα από κουβέντες, από τραγούδια, από εικόνες που έστελνε ο ένας στον άλλον για να του θυμίζει ότι την βροχή δεν μπορεί να μας την πάρει κανείς.

Ήταν όλη δική μας.

Ήταν μόνο δική μας.

Και ήσουν «εδώ» κάθε φορά που έβρεχε. Καθόσουν στον καναπέ μου, και γινόσουν ένα με το σπίτι μου.

Μ’αυτό που κουβαλούσα στην πλάτη μου και που ήμουν διατεθειμένη να το προστατέψω με όλες τις ομπρέλες του κόσμου.

Μου αρκούσε που ήσουν εδώ, τα ελάχιστα -μετρημένα με χαμόγελα- λεπτά, που για μένα ήταν απόδειξη της παρουσίας του Θεού.

Και μετά σταμάτησε να βρέχει. Στέρεψα.

Μεταμορφώθηκα σε φυτό με ροζιασμένα φύλλα, με ανύπαρκτα μπουμπούκια. Πέτρωσε το χώμα στη γλάστρα μου, μαζεύτηκαν τα ζωύφια για να καταστρέψουν και το τελευταίο κλαδί της ζωής μου.

Έφυγες.

Και μαζί σου καταστράφηκαν όλες οι ομπρέλες μου.

Στύλωσα τα πόδια μου και χρεώθηκα να αγοράσω καινούργιες. Τις έχω ανοιγμένες όλες και περιμένω.

Βρέχει.

Και εγώ την λατρεύω τη βροχή.



Πηγή: http://www.pillowfights.gr/yourstories/item726/Κάθε_φορά_που_θα_ρθεις_βρέχειCopyright © pillowfights.gr



Κάθε φορά που θα ‘ρθεις βρέχει.
Σύμπτωση λες πες το όπως θες.
Όμως εγώ θέλω να βρέχει
Σαν το νερό,
Να σ αγκαλιάζω τις νύχτες που καις.

Κάθε φορά που θα ‘ρθεις βρέχει.
Δεν φταις εσύ δεν φταίει κανείς.
Λες κι ο καιρός χαρές δεν έχει
Κι έρχεσαι εδώ για να κρυφτείς.

Κάθε φορά που θα ‘ρθεις βρέχει.
Γίνεσαι φως στη συννεφιά,
Μα κάθε φορά κάτι τρέχει.
Φεύγεις μακριά
Μόνος ξανά σαν μια γκρίζα σκιά.

Τέτοια ζωή ποιος την αντέχει,
Ίσως εγώ και η βροχή.
Μα σ’ αγαπώ βρέχει δεν βρέχει.
Κι αν σ αρνηθώ,
Τότε μωρό μου θα φταις μόνο εσύ.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Ο Bukowski, η ζωή και τα πρέπει


Η ζωή είναι περίεργη καθώς την ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.
Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει..

Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.


Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου.

Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.


Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.


Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις.

Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.


Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στην θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.

Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.

Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.

Να  παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.

Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση.


Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.


Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι.

Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.

Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.


Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το “εκεί” που τόσο σου έχει λείψει.


Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.


Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.


Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.




'Αρθρο:
Αγγελική Μαυρομμάτη
Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί πρωτότυπο κείμενο και όχι μετάφραση. Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο site www.dubiumn.gr όπου και μπορείτε να το βρείτε στην στήλη της Αγγελικής Μαυρομμάτης "Λεπτομέρειες" ενω στη συνέχεια ακολούθησε αναδημοσίευση με την έγκριση της ίδιας στο site Savoir Ville στο οποίο είναι μέλος της ομάδας αρθρογράφων! Με δική της διευκρίνιση, λοιπόν, θα ήθελα να σημειωθεί ότι το κείμενο αποτελεί πρωτότυπο και όχι μετάφραση από κείμενο του Bukowski!

"You have to die a few times before you can really live." - Charles Bukowski

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Εκείνη, με το διαφορετικό βλέμμα..

Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως πονάνε, γιατί γνωρίζουν πως ο ανθρώπινος πόνος δεν μοιράζεται, ούτε και μετριέται. Ούτε και θα παλέψουν για να τους αποδεχτείς, αφού η ίδια η ζωή τούς επέλεξε για να ξεχωρίζουν.


Ο πόνος, έχει τον τρόπο του να σε αλλάζει. Σε κάνει να βλέπεις αλλιώς την ζωή και να κοιτάς κατάματα τους γύρω σου. Κάπως έτσι λοιπόν, εκείνοι που συνάντησαν στη ζωή τους πολλές απώλειες, πολύ θάνατο, συνεπώς και μοναξιά, χωρίς να το θέλουν, έγιναν πιο ανθεκτικοί από εμάς. Διαφορετικοί. Ξέρουν, πως η στιγμή μετράει, αυτή γεννάει την αμέτρητη ευτυχία, αυτή και τις ανηφοριές. Κάθε ώρα είναι τώρα, κάθε συναίσθημα απόλυτο και οφείλεις να το καταθέτεις πριν χαθεί μαζί σου.

Σκέφτονται καθημερινά πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και είναι σχεδόν μονίμως αφηρημένοι. Σέβονται κάθε τι ζωντανό. Ζητούν συγγνώμη, λένε ευχαριστώ και πάντα μα πάντα, το εννοούν. Ισως αργούν στις αντιδράσεις τους, αλλά μη τους παρεξηγήσεις. Είναι που κουβαλάνε πολλά χαμόγελα και όνειρά στις τρύπιες τσέπες τους.

Εκείνοι, είναι ταπεινοί. Διόλου εγωιστές, δεν θέλουν να προσβάλουν κανέναν, ούτε και να ενοχλούν. Δεν μιλάνε πολύ, προτιμούν να παρατηρουν τον κόσμο γύρω τους. Ντρέπονται και γελούν σα μικρά παιδιά. Τους αγαπούν όλους, αλλά εμπιστεύονται ελάχιστους και δεν κάνουν κακό σε κανέναν.

Σήκωσαν πολλή πραγματικότητα στους ώμους τους και πλησιάζουν τον κόσμο με μια σκληρή ευαισθησία εξαιτίας αυτού του βάρους και μια ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. Παίρνουν πολύ προσωπικά τη βροχή, σαν τους ποιητές, για αυτό και δεν θα δεις ποτέ κανέναν τους να κρατά ομπρέλα... Δεν κουβαλάνε θυμό μέσα τους, ούτε κακία. Μια θλίψη μόνο, μια βαθιά θλίψη που προτιμούν να την αφήνουν να κοιμάται και αχνοφαίνεται μόνο στα μάτια τους, όταν χαμογελούν ακαταλαβίστικα και ανεξήγητα για σένα και για μένα, που δεν φορέσαμε ποτέ τα παπούτσια τους...

Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως πονάνε, γιατί γνωρίζουν πως ο ανθρώπινος πόνος δεν μοιράζεται, ούτε και μετριέται. Ούτε και θα παλέψουν για να τους αποδεχτείς, αφού η ίδια η ζωή τούς επέλεξε για να ξεχωρίζουν. Ίσως να είναι απότομοι και νευρικοί, απαιτητικοί ακόμα, αν σ' αγαπούν. Μα όλες τους οι αντιδράσεις είναι γνήσιες, γιατί στέκονται δίπλα σου στα ίσα, χωρίς καβάτζες.

Αν συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπό ποτέ, μην ψαχουλέψεις την ψυχή του, αποδέξου τον κι αγάπησέ τον αν μπορείς. Αλλιώς, άφησέ τον να συνεχίσει το δρόμο του...

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Η Σοφία Φιλιππίδου στέλνει ένα γράμμα στον 16χρονο εαυτό της.



"Θέλω να σου πω ότι τώρα που σε ξαναβρήκα, σε αγάπησα πολύ και σε αποδέχομαι.."


Αθήνα, 13/6/14

Αγαπημένη μου Σοφούλα,


Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να σου γράψω αλλά δεν είχα το θάρρος, δεν ήταν και καλός ο “καιρός”.

Όταν ερχόσουν στο μυαλό μου έβρεχε και μελαγχολούσα…η εικόνα σου χανότανε στην ομίχλη …. έπειτα η δουλειά, η ζωή, η “καριέρα”, ο ανταγωνισμός…τα συναισθηματικά, τόσα και τόσα… το θέατρο σου τα παίρνει όλα για να σου δώσει λίγη δημιουργική χαρά.

Μέχρι πριν ένα μήνα πίστευα πως αγαπούσα μόνο την άλλη, την μικρή που ήταν παιδί, εσένα μάλλον επιδίωξα να σε ξεχάσω, ήσουν πάντα λυπημένη… μου έφερνες πόνο. Έπειτα δεν μπόρεσα τότε να σε προστατέψω…όλο λάθη, πολύ στενοχώρια.

Πρόσφατα ψάχνοντας σε ένα συρτάρι να βρω κάτι να πετάξω, βρήκα το τετράδιο σου με κάτι ποιήματα και σχέδια. Είχες κόψει τα μαλλιά σου τότε, θυμάσαι; Είδα την προσωπογραφία σου. Είχατε πάει στο κουρείο με τον μπαμπά σου, εκείνος δεν ήθελε, εσύ όμως είχες “πένθος” γιατί σε πρόδωσε ο πρώτος εφηβικός σου “έρωτας” . Όταν ο κουρέας έβαλε το ψαλίδι στην αλογοουρά σου,
ο μπαμπάς σου δάκρυσε. Τον είδες στο καθρέπτη που ντράπηκε και βγήκε έξω.

Στο τετράδιο βρήκα να είσαι απελπισμένη και να γραφείς πως δεν θα γίνεις ποτέ καλός ποιητής.. Τώρα ξέρω πως μπορούσες να γίνεις αν ήθελες, αλλά ποτέ δεν μπορούσες να “φτιάξεις” ένα “θέλω” ούτε να το διατυπώσεις. Μεγάλη αδυναμία, ασθενής βούληση λέγεται αυτό. Εσύ ήξερες να δουλεύεις και να “φεύγεις “, αλλά δεν είχες μέθοδο και ήσουν πάντα ερωτευμένη χωρίς ανταπόκριση. Δεν ταξίδεψες, δεν πέρασες εφηβεία, φοβόσουν την μαμά σου…πως το έκανες αυτό στον εαυτό σου;

Αλλά ήσουν γλυκιά, αθώα και αφελής και είχες χιούμορ γι αυτό τα αγόρια σε αγαπούσαν σαν φίλη… Δεν είχες τον τσαμπουκά των κοριτσιών της τάξης σου να κάνεις κοπάνες και
να δίνεις τρελά φιλιά… Μια φορά έκανες μια κοπάνα και σε πιάσανε… Ε, δεν γίνεται έτσι!

Όμως Σοφούλα τώρα που σε ξαναβρήκα ( δεν πάει ούτε ένας μήνας), κάθε φορά που σε βλέπω με τσούζουνε τα μάτια μου!

Μη τα παίρνεις όλα πάνω σου, δεν ευθύνεσαι που ήσουν καλό κορίτσι και συνεπής μαθήτρια (τέτοια παιδεία πήρες και την πίστεψες) ούτε που είχες μια συστολή με τα σεξουαλικά. Ήταν η εποχή και η φύση σου… το σώμα σου κόμπλαρε με τις δυσκολίες και δεν ήθελε να μεγαλώσει …Σκέψου, μπορεί να έφταιγαν και οι άλλοι…

Για να μην στενοχωριέσαι, θέλω να σου πω ότι τώρα που σε ξαναβρήκα σε αγάπησα πολύ και σε αποδέχομαι.

Ξέρω πως κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις, αν διαφυλάξεις το μαθηματικό μυαλό σου και την φαντασία σου και θα την βρεις την άκρη…

Φιλιά πολλά
Με αγάπη,

Σοφία.


ΥΓ

Τους είδαμε και τους τσαμπουκάδες!


Αυτή τη θέα θέλω να τη δω..

Αυτή τη θέα θέλω να τη δω..



Να σε χαζεύω, Μαρία Στυλου




Αυτή τη θέα θέλω να τη δω..


Πόσο θα' θελα τώρα να φεύγαμε μαζί...



Να πάρουμε το αυτοκίνητο και να εξαφανιστούμε..

Να οδηγώ και να σε χαζεύω..

Να είμαι προσηλωμένος στο δρόμο και εσύ τεμπέλικα να μισοκλείνεις τα
μάτια.. και να σε σκανάρω από πάνω μέχρι κάτω.. από το πρόσωπο.. το
προφίλ σου.. τα χείλη σου.. και από τα χείλη σου να γκρεμίζομαι στο
στήθος σου..

Να γυρνάς και να με κοιτάς για δευτερόλεπτα.. και να αναρωτιέσαι τι σκέφτομαι...



Ποτέ δεν φανταζόμουν πόσο πολύτιμο είναι να μπορείς να παρατηρείς
κάποιον.. όχι να τον συναντάς ή να του μιλάς.. αλλά να τον κοιτάζεις με
την άνεση σου.. να αφεθείς στην εικόνα του και να μπορείς να αφιερώσεις
ώρες να τον χαζεύεις.. να δεις όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες σε
κάθε χιλιοστό που υπάρχει επάνω του...



Αυτό θέλω.. αυτή τη θέα.. μπορώ;

Μπορούν να σε χαρούν τα μάτια μου για ώρες;



Δεν θα κάνω τίποτα.. δεν θα σε αγγίζω.. δε θα σου μιλώ.. μόνο θα κοιτάω..

Να φυλακίσω κάθε λεπτομέρεια σου στο μυαλό μου..



Αυτή τη θέα θέλω...



Και θέλω να έχει και μουσική.. από εκείνες που σε κάνουν να κλαις..

Και θέλω να έχει και άρωμα.. το δικό σου άρωμα..

Και μετά μπορώ να κλείσω τα μάτια μου.. χωρίς καμία έγνοια.. επειδή θα σ΄ έχω πλάι μου..

Και θα έχω μάθει όλες εκείνες τις απαντήσεις που θέλω να μάθω..

Και δεν θα πονάω.. ούτε θα φοβάμαι.. γιατί θα σ' έχω πλάι μου...



Αναρωτιέμαι μέχρι που φτάνουν οι αντοχές.. αυτή τη θέα όμως θέλω να τη δω...

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Lonely Heart: Ψεύτικη χαρά-ψεύτικη αγάπη!Πάντα είχα την ανόητη...

Lonely Heart: Ψεύτικη χαρά-ψεύτικη αγάπη!



" 'Η είμαι ερωτευμένη και δυστυχώ με τρόπο αστείο,
ή είμαι λογικήκαι πλήττω θανάσιμα! "

Μαλβίνα Κάραλη


Πάντα είχα την ανόητη ελπίδα και εντύπωση πως θα μπει στη ζωή μου κάποιος που θα με καταλαβαίνει.

Κάποιος που δεν θα φοβάμαι να μην χάσω κάποιος που θα είναι δικός μου, ολόδικος μου..


Έκανα λάθος όμως, όλοι κάνουμε λάθη μα εγώ συνήθως κάνω αυτά που μετά με σκοτώνουν πισώπλατα, ύπουλα, ξαφνικά.


Τόσο ξαφνικά όσο ξαφνική ήταν και η άφιξή σου στη ζωή μου..


Έτσι ξαφνικά λοιπόν σ' αγάπησα και κάθε μέρα σου χαρίζω λίγο ακόμη από το είναι μου και τη ψυχή μου.

Πίστευα θα το εκτιμήσεις, νόμιζα πως έχεις το χάρισμα που λείπει από εσάς και την ευαισθησία να με νιώσεις έστω και λίγο. Να αιστανθείς έστω και λίγο την ανησυχία μου και τους φόβους που με
κατακλύζουν κάθε βράδυ κάθε φορά που σε βλέπω να γυρνάς την πλάτη για να
επιστρέψεις.


Ίσως και να μπορούσες να μαντέψεις πως τις νύχτες δεν κοιμάμαι γιατί πολύ απλά κάτι με βασανίζει. Μπορεί αν ήμουν τόσο τυχερή να έβρισκα και αυτόν που θα μπορούσε να
δει το δάκρυ πίσω από το διαρκές και πολλές φορές χαζό μου χαμόγελο
. Που δεν θα πρόσμενε να με δει να χαμογελάω γιατί πολύ  απλά θα
καταλάβαινε πως αυτό είναι ένα ψέμμα, ένα μεγάλο ψέμμα πρώτα πρώτα στον
ίδιο μου τον εαυτό
.


Μα τώρα καταλαβαίνω λοιπόν!


Εσύ που λες πως με λατρεύεις δε με κατάλαβες ποτέ και ποτέ δεν είδες πίσω από το δάκρυ μου. Ποτέ δεν είδες το λόγο που κουλουριάζομαι στην άκρη στο κρεβάτι. Ποτέ δεν κατάλαβες γιατί δάκρυσα την πρώτη φορά. Και ποτέ δεν θα δεις πως πίσω από τη χαρά μου και το γέλιο μου κρύβεται ένας σωρός με βάσανα, μοναξιά και πόνος..


Μα γιατί τα λέω αυτά και γιατί αναρωτιέμαι πως και δεν με κατάλαβες ποτέ;


Ποτέ και κανένας δεν με κατάλαβε. Κανείς δεν έμεινε πλάι μου μέχρι το τέλος μέχρι την πτώση. Κι εγώ πάντα έμενα εκεί και προσπαθούσα να τους βοηθήσω να σηκωθούν,
μα εκείνοι με έσπρωχναν κάτω μαζί τους και μετά πατούσαν πάνω μου και
ανέβαιναν
.


Αυτό θα κάνεις κι εσύ, λοιπόν;


Τώρα βρήκες για λίγο κάποια να ομορφύνει τη μουντή ζωή σου . Κάποια ανόητη που είναι κάθε στιγμή έτοιμη να πέσει για 'σένα στο γκρεμό.

Θα ομορφύνω, λοιπόν, για όσο θέλεις τη ζωή σου θα γίνω πάλι το καλό
και υπάκουο παιχνιδάκι στα χέρια κάποιου που υπεραγαπώ, ύστερα θα μείνω
με τη σπασμένη σε χίλια κομμάτια καρδιά μου στα χέρια
.

Αβοήθητη, ανήμπορη να φάω, να πιω, να γελάσω, να προχωρήσω..


Με σπασμένη καρδιά που να πας και ποιο το νόημα να ζεις;


Μα τι λέω έτσι δεν ζούσα πάντα; Αλλά εσύ πως να το δεις αυτό; Είδες ποτέ τα μάτια μου και τον πόνο που βγάζουν;


Ξέρεις γιατί με πιάνουν οι ανησυχίες μου κάθε φορά που γυρνάς την πλάτη; Αναρωτήθηκες ποτέ σου τι είναι αυτό που με βασανίζει και μου τρώει λίγο λίγο την ψυχή; Ή μήπως αποφάσισες πως είναι καλό να συμμετέχεις κι εσύ λίγο σ' αυτό;


Δεν ξέρω αν ποτέ σου είδες λίγο πέρα από το χαμόγελό μου.
Μα κατάλαβα πως δεν σε νοιάζει να το δεις...

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

La petite Mort.
La pluie coule sur mes tempes/The rain runs down my temples
La foudre chante ta descente/The lightning is singing your descent
Blottie contre ma vie/Huddled up against my life
Ton rire résonne et puis s’enfuit/Your laugh resounds and then flees
Je crois qu’il est trop tard/I think that it's too late
Pour te dire que ça fait mal/To admit to you that I'm hurting
Mon coeur n’est plus comme avant/My heart is not like it was before
Car il s’endort tout doucement/Because it softly falls asleep

(υπεροχο! εθιστικοτατο τραγουδι.)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Μου λειπεις..


Σε ειδα χθες στα ονειρα μου. Σε ειδα και χαμογελουσες. Το προσωπο σου ηταν τοσο γαληνιο και αυτο το χαμογελο που σχηματιζοταν στην εκφραση σου εβγαινε απο μεσα σου. Χωρις εμποδια. Χωρις πιεση. Χωρις ενδιασμους. Ηταν αληθινο, οχι απο εκεινα που χρησιμοποιουμε σαν μασκα οταν θελουμε να κρυφτουμε.

Τον τελευταιο καιρο που σε θυμαμαι δεν χαμογελουσες. Ησουν πολυ ηρεμος και δεν μιλουσες πολυ. Δεν ξερω αν μπορω να πω οτι σε καταλαβαινα γιατι η αληθεια ειναι πως οχι. Ομως ενιωθα οτι τα πραγματα ειχαν χειροτερεψει πολυ. Σε εβλεπα, σε παρατηρουσα, και ακομα κι αν προσθουσα να μη το δειχνω στους αλλους. Ηθελα τοσο πολυ να κανω κατι για να βοηθησω, κι ομως ηξερα οτι η κατασταση δεν επαιρνε τη δικη μου βοηθεια, μα ουτε των αλλων.

Ξερεις πως καναμε ο,τι μπορουσαμε; Ο,τι ηταν ανθρωπινως δυνατο; Ελπιζω να το γνωριζεις. Ελπιζω να γνωριζεις ποσο πολυ σε αγαπαμε ολοι και πως για μας θα εισαι παντοτε κοντα μας.

Στο ονειρο μου ειμασταν και παλι μαζεμενοι ολοι μαζι. Ναι, ηταν τοσο ομορφα και τα χαμογελα πλατια και χαρουμενα. Οι φωνες προσχαρες και ζωντανες. Επειτα απο αυτο το ωραιο μεσημερι-απογευμα -ναι γιατι ηταν μεσημερακι προς το απογευμα και ο ηλιος ελαμπε και το φως ζωγραφιζοταν στα προσωπα ολων- ηρθε η ωρα να φυγουμε. Ομως τη θυμαμαι καλα αυτη τη στιγμη. Καθως αποχωρουσαμε ολοι μαζι προς μια κατευθυνση, εσυ ησουν μονος σου και πηγαινες προς την αντιθετη.

Αυτο το γαληνιο χαμογελο ομως δεν ειχε σβηστει απο το προσωπο σου. Γυρισα να κοιταξω πισω και σε ειδα που προχωρουσες προς την αντιθετη πλευρα. Στην αρχη παραξενευτικα, αλλα μετα καταλαβα. Θυμηθηκα. Κι επειτα σταματησα. Γυρισα και σε φωναξα και τοτε σταματησες και γυρισες κι εσυ προς εμενα.

Και για μια στιγμη ηταν σαν να με κοιτουσα απο μακρια. Ημουν και παλι παιδακι.

Ετρεξα κοντα σου και σε αγκαλιασα. Οταν εκανα δυο βηματα πισω για να σε κοιταξω εσυ μου χαμογελουσες ηδη.

Σου ειπα

"Γεια σου παππου, θα μου λειψεις.. Σ'αγαπω."

Κι εσυ εσκυψες και με φιλησες στο μετωπο. Δεν απαντησες, αλλα το βλεμμα σου τα εξηγουσε ολα. Ηθελες να ειμαστε ολοι καλα και να ξερουμε οτι μας αγαπας.
Επειτα, με φιλησες μια τελευταια φορα στα μαγουλα και μου εδειξες πισω το δρομο μου, που ηταν κι ολοι οι αλλοι. Ετσι, αρχισα να βηματιζω προς τα εκει κι εσυ προς την αντιθετη μερια.


Μου λειπεις παππου. Συγνωμη που δεν προλαβα να σε αποχαιρετισω οπως θα ηθελα. Σε σκεφτομαι καθε μερα και θυμαμαι ολες τις στιγμες μαζι σου. Καθε μερα ερχεται και μια καινουρια αναμνηση στο μυαλο μου.

Ευχομαι και ελπιζω καθε μερα να εισαι καλα εκει πανω. Αλλες φορες παρηγορω, μαλιστα, τον εαυτο με τη σκεψη οτι απο εκει ψηλα μας βλεπεις και μας προσεχεις. Πως παντα εχεις λιγο χρονο για να αφιερωσεις σε εμας. Αλλες φορες, παλι, νομιζω πως νιωθω την παρουσια σου κοντα μου.

Δεν ξερω ποσο κοντα ή ποσο μακρια μας εισαι. Δεν ξερω τι κανεις.

Εισαι καλα παππου;

Πως ειναι εκει;

Με ποιους εισαι;

Πονας τωρα;

Ολοι εδω λενε, πως τωρα εισαι ησυχος και δεν  ο,τι δεν ταλαιπωρεισαι αλλο.
Ελπιζω να ειναι ετσι. Ελπιζω εκει να εισαι καλα.
Το χαμογελο που μου εδωσες μου εδωσε ελπιδες γι'αυτο.

Αντιο, παππου.
Καλο σου ταξιδι στην γειτονια των αγγελων.
Ευχομαι να τα ξαναπουμε γρηγορα, εστω και οταν με επισκεπτεσαι στα ονειρα μου.

Να με επισκεπτεσαι, σε παρακαλω.

Σ'άγαπω!

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

A primo ad ultimum


she drew a flower
and painted it white
because that was the color
of her wedding dress and
she couldn't wait to dance
in it, and press
her lips against his.

she drew a flower
and painted it blue
because that was the color
of the sky when he
told her that he didn't
love her anymore and blue
was how she felt when she
woke up without him
next to her.

she drew a flower
and painted it red
because that was the color
of the blood pulsing through her veins
and trickling down her arms
when she had to
remind herself that she
was indeed
alive.

he drew her a flower
and painted it white
because that was the color
of the dress they buried her in,
because she wanted to feel
beautiful again
and she'd never felt more beautiful
than the day she
danced around in it
and pressed her
lips against him.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Θολές Ιστορίες: λόγος υποθετικός




Θολές Ιστορίες: λόγος υποθετικός
:

αν σου έγραφα ένα γράμμα
θα μάθαινες για την αφόρητη απουσία σου
για την παράνομη κατοχή των σκέψεών μου
και τα 86400 δευτερόλεπτα της ημέρας
θα μάθαινες πως κάποτε θα συναντηθούμε
καλοκαίρι θα είναι
θα τρέξω με ορμή καταπάνω σου
θα σπάσω όλα τα φράγματα της λογικής
τα χέρια σου θα ανοίξουν σαν δαγκάνες
και θα με λιώσουν μέσα τους
να μην ξαναφύγω ποτέ πια
θα σου έλεγα

είναι ακατόρθωτο να σταματήσω να σ'αγαπώ
όσο κι αν προσπαθώ με όποιους τρόπους
θεμιτούς ή αθέμιτους -συγγνώμη γι'αυτό-
πως πρέπει να έρθεις να με βρεις κι εγώ
τρέχοντας θα κατέβω και τους 10 ορόφους
θα σου έλεγα αγάπη μου
πως τα πρωινά μου δεν είναι πια φωτεινά
γιατί όταν ξυπνάω δεν αντικρύζω τα μάτια σου
και την Άνοιξη δεν έχω τι να την κάνω αφού
ν'ανθίζω μπορώ μόνο με τα δικά σου φιλιά
να επιστρέψω δεν τολμώ αφού
δεν έχω κανέναν να με περιμένει


αν σου έγραφα ένα γράμμα θα (...)
μα δεν θα σου γράψω, γιατί μεγαλώσαμε πια
μου είπαν πως οι μεγάλοι δε γράφουν γράμματα
έχουν άλλες δουλειές, που χρόνος για τέτοια
οι μεγάλοι λέει ζούνε με κενά
-τα κενά λέει συνηθίζονται-
οι μεγάλοι λέει ακολουθούν τα γεγονότα και
τα γεγονότα μου είπαν να μη γράψω άλλο γράμμα
ήμουν κάποτε μικρή άλλωστε, έχω γράψει πολλά
τα έχεις άραγε κρατημένα;

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

"Έχουμε οθόνη αφής.. Φακούς επαφής... κινητα αφης...
Αλλά καμία αφή και καμία επαφή με τους ανθρώπους..
"

Στο ενα χερι το iPhone στο αλλο το iPod.
Κι αν σου δωσω ενα τριανταφυλλο πως θα το κρατησεις;

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014


“Εγω θα φύγω. Θα φύγω μακριά.
Θα χάθω. Θα εξαφανίστω.
Δε θα είμαι παρα μια έννοια, μια φαντασία, ενα αόριστο όνειρο.
Η αξία μου θα ειναι μηδενική. Δε θα μου αρμόζει ουτε μια σκέψη.
Θα εχει βαρεθεί το μυαλο σου να με θυμάται.
Να με δημιουργεί.
Να ζαλίζεται με εμενα.
Θα με αποβάλει. Δεν πειράζει.
Ολα τα παράσιτα καποια στιγμή ο οργανισμός γίνεται δυνατός και τα απομακρύνει.
Εχε πίστη.
Εγω θα χάθω. Θα εξαφανίστω.
Και το μόνο πράγμα που θα έχεις κρατήσει μέσα σου για μένα θα ειναι ενα μεγάλο, ή απειροελαχιστο,
Αν.”

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ


Όταν έχεις ένα μυστικό, είναι σαν ένας βαθύς, βαρύς πόνος. Σαν βράχος που έσκασε από ψηλά. Σαν νύχτα που βαραίνει την θλίψη σου ακόμη πιο πολύ. Ύστερα, έρχεται ένα τραγούδι και βλέπεις πως το μυστικό σου, υπάρχει εκεί έξω, με άλλο όνομα, άλλο πρόσωπο, αλλά με τον ίδιο ήχο. Και τότε νιώθεις ένα παράξενο μαζί, μα συνάμα κι ένα μεγάλο μόνος.
Μόνος, γιατί όλα όσα είναι το μυστικό, ακόμη κι αν το ξέρει και κάποιος άλλος, το δικό σου μυστικό εξακολουθεί να είναι τέτοιο, που δεν μπορείς να το μοιραστείς. Υφαίνει τα πέπλα του γύρω σου. Απλώνει τα νύχια του ακόμη πιο μέσα σου. Βρίσκει την πληγή και γραντζουνάει ό, τι έχεις ορίσει ως απροσπέλαστο.

Κι εσύ, θες να τα πεις όλα, μα δεν γίνεται. Δεν έχουν όλοι την ίδια αντοχή στην ακουστική του πόνου. Στις νότες της θλίψης, η μελωδία σου ανήκει εξ’ ολοκλήρου. Μια μεταφυσική αύρα τρέχει γύρω απ’ τη μνήμη σου. Από εκείνα που ξέρεις πως είδες, από αυτά που είσαι σίγουρος πως κάποτε ήρθαν. Κι έφυγαν. Αναίτια οικειοθελώς. Μονότονα ύπουλα.
Κοιτάζω έξω τον δρόμο. Έχει γεμίσει με βάλτους. Στα χέρια μου φυτρώνουν νούφαρα. Περιμένω την βροχή που θα στεγνώσει το οδόστρωμα. Τη στιγμή που θα φοβάμαι ακόμη πιο πολύ την ώρα που θα πάψω να φοβάμαι. Θέλω αυτό που δεν υπάρχει πουθενά. Θέλω να φωσφορίζει το βλέμμα σου από ένα έπειτα. Από το μετά του θανάτου. Το κατόπιν του κόσμου που χάλασε. Που πήρε την ουσία μέσα απ’ τα μάτια σου.

Να μπορώ να σου πω: Κοίτα, πονάνε κι οι βράχοι. Κι εσύ να νιώθεις τη γεύση απ’ τα κύματα να ρέει απ’ τα χείλη μου, σαν μέλι. Αστείρευτα χαλάσματα ομορφιάς. Η αγάπη φτιάχνεται από αίμα. Όσο το σκουπίζεις, τόσο περισσότερο απλώνει. Μες στα ερείπια της νύχτας, χαλασμένες φωνές επενθοστολούν όνειρα. Μην τα κοιτάς. Δεν σε αντέχουν.

Μείνε όσο μπορείς μακριά. Τρέξε να φύγεις απ’ την άκρη των δαχτύλων μου. Δεν χωράς σε αυτό τον κόσμο. Ξωτικό που έχασε το μονοπάτι για το πίσω του. Τιμωρία για το μυστικό που έμαθε. Ξέχασε όλα όσα είπα. Δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα παραλήρημα αλήθειας που μου ξέφυγε. Γιατί οι άνθρωποι δεν λένε ποτέ αλήθεια. Οι αλήθειες, τους ξεφεύγουν σαν σπίθα που το σκάει απ’ τη φωτιά.

Κι εγώ, αερικό, που έτυχε να με φέρει ο άνεμος κοντά σου. Ατλαντίδα που ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο για να χαθεί πάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Για εκείνες τις ώρες. Τις στιγμές, που όσο πλησιάζουν, απομακρύνονται.

Μην πας μαζί τους. Δεν αναπνέουν αύριο.


[Μαρια Χρονιαρη]





Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– μοιάζει η νύχτα να κερνάει με χαρά το κακό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
–είσαι κοντά μου το νιώθω λαβωμένο ξωτικό.


Ενα ακομη γιατι..


Αυτο το συναισθημα τον τελευταιο καιρο, που νιωθεις οτι κατι σου λειπει. Σιγουρα κατι λειπει. Ομως ειναι κι αυτο το αλλο, το αλλο συναισθημα που σε πλακωνει. Αυτο που ο,τιδηποτε κι αν συμβαινει γυρω σου, ακομα και το πιο μικρο κι ασημαντο πραγμα, οπως το να σου πεσει το στιλο που κρατας, νιωθεις οτι θελεις να κλαψεις, να φωναξεις, να λυγισεις. Αυτο που νιωθεις οτι ολα εχουν στοχο εσενα. Πως ολοι ειναι εναντιον σου. Πως ο,τι κι αν γινεται ειναι αποτελεσμα του οτι παντα εσυ εχεις κανει καποιο λαθος, ενω ξερεις οτι αυτες ειναι απλα σκεψεις που τρυπωνουν μεσα στο κεφαλι σου.

Περνανε οι μερες και καθε μερα διαπιστωνεις οτι οι καταστασεις, τα πραγματα, οι ξενοι ανθρωποι γυρω σου, οι περαστικοι αλλα και τα προσωπα, που λες, οτι εχεις πιο κοντα σου δεν θελουν να εχουν καμια σχεση με σενα. Να ειναι αυτο που με καθε κουβεντα που ανταλλαζεις μαζι τους νιωθεις καθε δικη τους απαντηση ειναι κι ενα χτυπημα μεσα σου. Σαν να μη θελουν ουτε να σου μιλανε ουτε να τους μιλας.

Μα ειναι κι αυτο που μερικες φορες εχεις αναγκη εναν ανθρωπο και δεν ειναι εκει για σενα κανεις. Δεν το θεωρεις λιγο αδικο; Εσυ κανεις τοσα πολλα για τους αλλους. Το ξερεις. -Οχι, οχι. Μην νομιζετε πως επειδη κανω κατι θελω κατι αλλο σε ανταποδωση. Οχι, ποτε μου δεν σκεφτομουν ετσι. Οταν κανω κατι το κανω για μενα. Επειδη θελω να το κανω και γιατι θελω να βοηθησω- Και τελικα στο τελος της μερας αυτο που θες ειναι να κουλουριαστεις σε μια μπαλα κατω απο τα σκεπασματα του κρεβατιου σου και να κλαψεις, ετσι οπως εχεις πολυ καιρο να ξεσπασεις. Και επειτα αρχιζουν οι μικρες φωνουλες στο κεφαλι σου. Αναρωτιεσαι ξανα και ξανα γιατι; Κι υστερα αρχιζεις και δημιουργεις σεναρια στο μυαλο σου. Χρεωνεις τον εαυτο σου υπευθυνο για ολα. Ψαχνεις και την παραμικρη λεπτομερια για να καταληξεις στο οτι τελικα εσυ φταις, για ο,τιδηποτε. Εσυ κανεις συνεχεια καποιο λαθος, εσυ δεν εχεις δικιο. Εσυ, εσυ, εσυ.

Ειναι ετσι ομως;
Κι αυτο που μενει στο τελος μετα απο ολα, τι ειναι;

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Θολές Ιστορίες: όσα ποτέ δεν ήρθαν

Κάποιες μέρες ένα κενό..
Έρχεται, ξαπλώνει στην καρδιά μου.
Κάποιες μέρες έρχομαι εγώ
Και σε ξεκουράζω εδώ κοντά μου.
Κάποιες μέρες ένα κενό..
Θέλει κάτι απ'την καρδιά μου
Κάτι που δε βρίσκεται εδώ.


Θολές Ιστορίες: όσα ποτέ δεν ήρθαν
:


Δεν είναι πια το πρόβλημα στα βράδια.
Το πρόβλημα πλέον είναι στα πρωινά.  Όχι, όχι δεν είναι βαριά, το
πάπλωμα άλλωστε έχει μεταφερθεί στο πατάρι, ούτε να κρυφτείς μπορείς,
ούτε να το σηκώσεις χρειάζεται. Ο ήλιος ξεμυτίζει κάθε χάραμα, μόνο για
να σε κάνει να χαμογελάσεις. Είναι να, μόναχα μια αίσθηση, σα να
ξεράθηκε ο λαιμός σου. Κι ας είναι πλεόν Απρίλης.
Είναι που κάτι λείπει και ξέρεις πως δεν είναι πίσω να κοιτάξεις αυτή τη
φορά. Είναι όλα όσα κάθε βράδυ, όταν κλείσεις τα μάτια ζωγραφίζονται
στο μυαλό σου, όσα με ακριβείς λεπτομέρειες θα μπορούσες να τα
περιγράψεις στον καθένα. Είναι που θες έναν ώμο να γείρεις, και μια φωνή
να λέει "όλα θα γίνουν όπως ακριβώς πρέπει, όπως ακριβώς πρέπει για να σε κάνουν χαρούμενη". Κι
είναι ύστερα κι αυτά, τα τυχαία αποσπάσματα,  που κάνουν τα πρωινά σου -
που δεν ήταν τόσο βαριά - να γίνονται μεσημέρια αβάσταχτα.

"Είναι που θες να κλάψεις με λυγμούς, για όλα όσα ονειρεύτηκες,
αγάπησες, περίμενες - για όλα όσα ποτέ δεν ήρθαν. Είναι αυτή η αβάσταχτη
ανάγκη να θέλεις να χαριστείς και να μην έχεις που. Αυτή η αβάσταχτη
ανάγκη , να θέλεις σε κάποιον να χαριστείς.
Και αυτός ο κάποιος να μη μπορεί να πάρει μια μορφή, μες στο μυαλό σου.
Να θέλεις να μαδήσεις την ύπαρξη σου. Να τη σκορπίσεις.
Να την πυρπολήσεις, μόνο για χάρη του.
Να θέλεις να του αφιερώσεις ένα τραγούδι. να του στείλεις ένα φιλί.
Και να μη βρίσκεις πουθενά τα χνάρια του για να τ’ακολουθήσεις.
Μου λείπει η αγάπη μου, εντάξει. Μου λείπει αφόρητα.
Μα σίγουρα, δεν είναι το πρόσωπο της που ψάχνω μέσα σ’ αυτό το τοπίο.
Είναι κι αυτός ο τεράστιος ήλιος, που έχει κουλουριαστεί μες στην ψυχή μου.
Θέλει ένα τρυφερό βλέμμα για να σηκωθεί. Ένα άγγιγμα απαλό, έστω στην άκρη των μαλλιών…
Τόσο πολλά γυρεύει ο άτιμος για να μεσουρανήσει;
Τόσο πολλά;"
Ναι είναι κάτι πρωινά, κι ύστερα κάτι μεσημέρια που λείπει, λείπει πολύ
εκείνο το αγόρι με το κυπαρισσί γιλέκο, το αμήχανο βήμα και το αθώο
χαμόγελο. Εκείνα τα χέρια που μέσα τους τίποτα δεν φοβόσουν κι εκείνα τα
μάτια γεμάτα αλήθειες. Μα αυτά δεν υπάρχουν πια, χάθηκαν εδώ και καιρό.
Κι έπειτα γίνεται ακόμα πιο επώδυνη η έλλειψη των άλλων. Λείπουν εκείνα
τα αδιάφορα βράδια που δεν έκανες τίποτα να βρουν ένα κάποιο
ενδιαφέρον. Εκείνες οι σχέσεις που επέπλεαν σαν φελλός, οι δήθεν
χειραψίες και οι άσκοπες τζούρες επιβεβαίωσης. Τα αντίο, που έχασαν τον
δρόμο τους στο βωμό της αγάπης κι οι συγγνώμες που δέχτηκες χωρίς να
πρέπει. Στον ίδιο βωμό κι αυτές. Λείπει η "σοβαρή" σχέση που ποτέ δεν
έκανες και αυτή η σπουδαία αγάπη που ποτέ δεν ήρθε. Τα μεγάλα λόγια που
ποτέ δεν είπες κι αυτά που ποτέ δεν άκουσες. Μα πιο πολύ το ξέρεις,
λείπεις εσύ. Κοίτα στον καθρέφτη. Δεν είσαι εσύ αυτό που
βλέπεις. Όχι σίγουρα δεν είσαι! Εσύ χαμογελούσες και έλαμπε ο κόσμος.
Άνοιγες τα μάτια σου και φώτιζε η γη. Εσύ κάποτε ήσουνα ζωή.

Αν σου λείπει κάτι -το ξέρω- είναι εκείνα τα συμπαντικά δευτερόλεπτα που τα κύτταρά σου κοντεύουν να ξεκολλήσουν και να αρχίσουν να χορεύουν, αυτόνομα, όχι σαν ένα σώμα.
Κι είναι εκείνος, εκείνος ο ήχος που ποτέ δεν άκουσες, ο ανεπαίσθητος εκείνος ήχος, σαν ψίθυρος, σαν μυριάδες ψίθυροι μαζί, που ενυπάρχουν σε μια τόσο απλή κίνηση, ξέρεις όπως

όταν ενώνονται δυο κομμάτια παζλ ή κουμπώνουν δυο τουβλάκια λέγκο.
Μα θέλει ησυχία, απόλυτη για να ακουστεί και χρόνος πολύς
ησύχασε και κοίτα το φεγγάρι, είναι πλέον Απρίλης.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

ΛΙΓΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ (ΑΚΟΜΑ)

Έχουμε μια μοναδική αποκλειστικότητα: Ψηφίζουμε τους περισσότερους νόμους αλλά δεν εφαρμόζουμε κανένα. Ή μάλλον εφαρμόζουμε τα παράθυρά τους. Γιατί; Γιατί έτσι γουστάρουμε. Ή έτσι μας συμφέρει. Το κράτος εμφανίζεται μόνο στη τηλεόραση, στις συμφωνίες με διεθνείς οργανισμούς για τις αποκρατικοποιήσεις, στις αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ, στα χαράτσια των φόρων. Με μαύρα κουστούμια, με μαύρα χαμόγελα. Πενθεί.

Το κοινό που διαβάζει βιβλία είναι απ’ τα πιο ζεστά. Από τα πιο ανθρώπινα, τα πιο ξεχωριστά. Προσοχή, μιλώ για τους αναγνώστες. Να πάρει λοιπόν τα όπλα και να αφήσει προσωρινά τον Μπαλζάκ και τον Χέμινγουει στην ησυχία τους. Να βγει στους δρόμους, όχι σαν συντεταγμένο ΚΚΕ, όχι σαν Αλέξης – τα ρέστα μου, όχι σαν εξωκοινοβουλευτική αριστερά που ονειρεύεται να γίνει κοινοβουλευτική. Να βγει στους δρόμους σαν το τελευταίο δείγμα αξιοπρέπειας που έμεινε σ’ αυτή τη χώρα και να αρχίσει να πυροβολεί. Με λέξεις. Ανάσες. Φωνές.
 
Που είναι οι διανοούμενοι αυτού του τόπου, οι πανεπιστημιακοί, οι συγγραφείς του; Χαμένοι στα 12.000τμ της διεθνούς έκθεσης βιβλίου της Θεσσαλονίκης; Διορισμένοι και άοπλοι στο ΕΚΕΒΙ; Εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία στο Υπουργείο Πολιτισμού; Ανταλλάσσουν σκονάκια στη Σόλωνος για το επόμενο κρατικό βραβείο; Κάνουν το καθήκον τους στα Κυριακάτικα φύλλα και τελείωσε; Που στο διάολο κρύφτηκαν όλοι; Στις σημειώσεις του νέου δοκιμίου τους; Στην αγωνία του πριβέ σαλονιού τους; Στην αγκαλιά μιας παλαβής γκόμενας; Στην εκστρατεία κατάκτησης μιας ακόμα, που την έχει ο δίπλα και τυχαίνει να είναι και…φίλος τους;

Όλοι να αλλάξουμε τον κόσμο θέλουμε. Δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, εργάτες, βιομήχανοι, συνδικαλιστές, δημόσιοι υπάλληλοι, άντρες, γυναίκες, συγγραφείς, ποιητές, ο ψιλικατζής της γειτονιάς μου. Όλοι, αλλά πώς; Όλοι αλλάζουν αυτό που δεν αντέχουν να δουν. Την εικόνα που δεν τους αρέσει. Οι ρυθμοί έγιναν τόσο γρήγοροι. Τόσο δήθεν. Τόσο, αφού σου τα λεγα εγώ, δεν μ’ άκουγες; Από αυτό το αλαλούμ της ψευτιάς, κάτι πρέπει να βγει. Κάτι. Τώρα. Σε λίγο ο ένας θα τρώει τον άλλον live στους δρόμους και θα κόβουμε και εισιτήρια. Θα σε αγγίζουν και θα λες, τι χρωστάω; Θα σου λένε, για το καλό σου. Ποιο καλό μου, το δικό σου θα εννοείς.

Συνεχίζουμε να έχουμε ένα μόνο θέμα: να νικήσουμε. Εμείς. Να επικρατήσουμε των αντιπάλων μας, να κρεμάσουμε τη σημαία μας στο μπαλκόνι. Στη γειτονιά, στο Σκοπιανό, στο κόμμα μας, στη δουλειά, στο σπίτι, στο καφέ, στον άνθρωπο που μας αγαπά. Να τους πάρουμε τα σώβρακα. Το πρωτάθλημα. Έτσι όμως δεν γίνεται δουλειά. Κάποιος πρέπει να χάσει.
 
Και η πλάκα είναι ότι, τελικά, ο χαμένος τα παίρνει όλα.
 
[από το βιβλίο ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ]
Σταύρος Σταυρόπουλους

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Πιστευεις στους χωρισμους;


ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ η νύχτα ήταν αποκλειστική. Η μηχανή πάρκαρε μόνη της κάτω από το παλιό σπίτι. Ο αναβάτης της ήταν αόρατος. Μπορούσες να τον διακρίνεις μόνο μέσα απ’ τη σκιά της ιστορίας, που χαλασμένη σκορπιζόταν τριγύρω. Οι ώρες είχαν γεμίσει αγάλματα.
Η ίδια κόκκινη λίμνη φωτός. Η ίδια απέναντι θάλασσα. Ένα μεγάλο όμικρον – από το ρήμα ουρλιάζω. Κανένα λούτρινο αρκουδάκι. Κανένας χειμών, βαρύς. Ο καιρός τελείωνε.
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τρέλα – αλλά δεν ήταν. Μόνο ψεύτικα πόδια, ασπρόμαυρα σχέδια, πεθαμένα πλήκτρα. Πάνω στις κολώνες του λαιμού είχαν δημιουργηθεί αετώματα. Σαν τελευταίες εγκοπές από έναν άγνωστο γλύπτη« για να χωρούν την αρρώστια. Όπως ήταν μαζεμένο το ύφασμα της σάρκας, ξεχώριζες καθαρά από κάτω τον τρόμο. Τα γουρλωμένα μάτια έδειχναν μελλοθάνατο.

Μετά σκεπάστηκαν όλα από μια απορία. Τα προηγούμενα γράμματα μουρμούρισαν τέλος. Η στίξη είχε χαθεί. Τίποτε δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με την περούκα του ηθοποιού. Η ερμηνεία, όσο καλή και να είναι, κάποτε τελειώνει.


Εκείνος είπε: Δεν είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν αυτά.
Εκείνη είπε: Σημασία έχει να υποδύεσαι.
Εκείνος είπε: Τι κάνεις όταν σβήνεις; Πώς παραμένεις ορατή;
Εκείνη είπε: Είμαι μόνο ένα μάτι. Δεν βλέπει. Δεν βλέπομαι.
Εκείνος είπε: Εγώ σε είδα. Βρήκα ένα ανοιχτό σώμα. Ένα μεθυσμένο μυαλό.
Εκείνη είπε: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.
Εκείνος είπε: Κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός λαός που μυρίζει λάθος σάρκα από λάθος αγγίγματα.
Εκείνη είπε: Αν δεν παίξω, θα τρελαθώ. Έχω γεμίσει φονιάδες. Και κατευθύνονται προς το μέρος σου.
Εκείνος είπε: Ας τους. Κατευθύνονται χωρίς λύπη.
Εκείνη είπε: Όταν γεννήθηκα, πέθανα. Έμεινε αυτό το λιγνό σώμα. Που λιγοστεύει.
Εκείνος είπε: Ανέβηκα τις κερκίδες για να χορέψω, αλλά ήταν σπασμένες οι μασχάλες σου.
Εκείνη είπε: Ο ουρανός είναι εναντίον μου. Όλα τα φιλιά είναι σκεπασμένα με στάχτη.
Εκείνος είπε: Η αγκαλιά σου είναι ένα μαραμένο απόγευμα. Ένα κρεμασμένο κουστούμι στο δωμάτιο. Μια αλλαξιά δεμένα χέρια.
Εκείνη είπε: Κοίτα. Κάθομαι στα βράχια. Θα μου κάνεις κακό;
Εκείνος είπε: Είσαι φωτογραφία. Όταν γίνεις ζωή, θα σου φυσήξω μουσική. Να την αντέξεις.



Εκείνη είπε: Πες μου, πιστεύεις στους χωρισμούς;
Εκείνος είπε: Πιστεύω στο φως. Και στην αποδεκατισμένη σιωπή.
 
Άρχισαν τότε όλα να επιστρέφουν στο μέρος που γεννήθηκαν. Ο κόσμος ήταν στην αρχή ακατοίκητος, μετά καινούργιος.
Εγκαταστάθηκε σε μια μοναξιά και από εκεί ξεκινούσε. Σαν σημαδούρα επέπλεε για να δείχνει το νέο που έρχεται. 
 
Από πουθενά δεν μύριζε κέικ σοκολάτα με καβουρντισμένα αμύγδαλα.





[από το βιβλίο “Πιο νύχτα δεν γίνεται”]



Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες.
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.

Νικόλας Άσιμος

Έτσι πάντα θα σε σκέφτομαι.
Χέρι με χέρι.
Τη φωνή σου που έλεγε αγάπη.
Την ευωδιά της αγκαλιάς σου. 
Το αστείρευτο χαμόγελό σου. 
Τη ματιά σου να διώχνει τη μελαγχολία μου.
Το κουράγιο σου που έπνιγε την απόγνωση.
Το όμορφο μοίρασμα της μέρας μας.
Και όλες τις χαρές της ζωής..
Τώρα στολίζω τις οχληρές στιγμές μου
με όλες αυτές τις χαρωπές σκέψεις.

Sitting in a big white room alone
Tilt my head back, feel the tears fall down
Close my eyes to see in the dark
I feel young, broken, so so scared
I don't wanna be here anymore
I wanna be somewhere else
Normal and free, like I used to be
But I have to stay in this big white room
With little old me

I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine
I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine

Sitting in a big white room alone
Close the door
Don't want the pain to come in
I clench my fist
And try to stay strong
I cry, feel sick
My heart is beating, b-b-beating, beating out of control
Can I run, run faster than you
I wanna feel my body again
Feel the wind in my hair, yeah

But I have to stay in this big white room
'Cause no one else cares

I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine
I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine

Everybody's looking at me
Everybody's staring at me
What do I do now
Smile, yeah, yeah
Everybody's looking at me
Everybody's staring at me
What do I do now
Smile, yeah, yeah

Oh oh oh oh oh oh oh yeah oh

I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine
I'm going crazy
I'm losing my mind
I'm going crazy
In this big white room of mine

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014



Εμεις οι λιγοι
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το δράμα του άπειρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ΄ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα
απ’ αυτόν
τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά και οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Γιωργος Μακρης




Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο
θα σου `φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο
με δώδεκα διαδρόμους
δώδεκα τρόμους
με βύσματα κι εντάσεις φορητές
με πείσματα κι αεροπειρατές.

Αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση
θα σου `φερνα δισκάκια για ακρόαση
στο λίκνισμα της άμμου
στάλα η καρδιά μου
κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός
και πάνω της ζωής ο αετός.

Όνειρα όνειρα
φλόγες μακρινές μου.
Του φευγιού μου όνειρα
κι άγνωστες φωνές μου.

Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι
σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι
απ’τ’άσπρο σου το χιόνι,
δίχως σεντόνι
στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή
κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί.


Αγόρι μου, στολίδι μου...

Όμορφες "συνήθειές" μας που φέρνω στο μυαλό μου  και χαμογελώ ασυναίσθητα είναι αυτές που μαζί σου έμαθα π...